- ολμειός
- ο (Α ὁλμειός)νεοελλ.πλάκα μέσα στην οποία εισέρχεται και στερεώνεται το κάτω άκρο τής ατράκτου βαρούλκου πλοίουαρχ.στρογγυλός λίθος με τον οποίο έκοβαν τα όσπρια.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὅλμος + επίθημα -ειός (πρβλ. αμν-ειός, στελ-ειός)].
Dictionary of Greek. 2013.